Θεραπεία της ενδομητρίωσης
Η θεραπεία για την ενδομητρίωση μπορεί να περιλαμβάνει τη διαχείριση του πόνου με μη συνταγογραφούμενα ή συνταγογραφούμενα φάρμακα, όπως τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ), ορμονικές θεραπείες και αγωνιστές της γοναδοτροπίνης που απελευθερώνει την ορμόνη (GnRH). Οι χειρουργικές επιλογές περιλαμβάνουν τη λαπαροσκόπηση, η οποία περιλαμβάνει την αφαίρεση ενδομητρικού ιστού, και την υστερεκτομή σε σοβαρές περιπτώσεις όπου όλες οι άλλες θεραπείες έχουν αποτύχει.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η εμπειρία κάθε γυναίκας με την ενδομητρίωση είναι μοναδική και ότι λειτουργεί για μία μπορεί να μην λειτουργεί για κάποια άλλη. Ωστόσο, συνεργαζόμενες στενά με τον/την γυναικολόγο τους, οι γυναίκες με ενδομητρίωση μπορούν να βρουν ένα σχέδιο θεραπείας που να ανταποκρίνεται στις ατομικές τους ανάγκες.
Γεγονός είναι ότι η σωστή χειρουργική αντιμετώπιση με την προσεκτική και πλήρη αφαίρεση όλων των ορατών εστιών ενδομητρίωσης φαίνεται ότι επιφέρει μακροχρόνια ανακούφιση από τα συμπτώματα σε ένα ποσοστό ασθενών πάνω από 80%.
Επιλογές για την θεραπεία της ενδομητρίωσης
Αν και υπάρχουν πολλές επιλογές για τη θεραπεία της ενδομητρίωσης, μπορούμε να διακρίνουμε 4 βασικούς τρόπους αντιμετώπισης:
- Παρακολούθηση, όταν δεν υπάρχουν συμπτώματα ή είναι πολύ ήπια
- Εγκυμοσύνη (παλιότερος τρόπος «θεραπείας», που σήμερα δεν προτείνεται)
- Φαρμακευτική αντιμετώπιση με τη χρήση κατασταλτικών (αντισυλληπτικά, προγεστερόνη, αγωνιστές GnRh) και παυσίπονων
- Χειρουργική αντιμετώπιση (διαγνωστική λαπαροσκόπηση ή λαπαροσκοπική χειρουργική)
Συντηρητική παρακολούθηση της ενδομητρίωσης
Η γυναίκα και ο γυναικολόγος της μπορούν να επιλέξουν να παρακολουθούν τη νόσο χωρίς θεραπεία. Αυτό γενικά συμβαίνει πολύ σπάνια, ίσως κατά την αρχική διάγνωση της ενδομητρίωσης.
Η συστηματική καταγραφή των συμπτωμάτων και οι συχνές εξετάσεις από ένα γυναικολόγο με σημαντική πείρα στην ενδομητρίωση, οδηγεί συνήθως στην κατάλληλη αντιμετώπιση στον κατάλληλο χρόνο.
Η παρακολούθηση από μόνη της, βέβαια, δεν έχει θέση σε ασθενείς με έντονα συμπτώματα, ή όταν η γυναίκα αναφέρει προοδευτική επιδείνωση των συμπτωμάτων.
Ενδομητρίωση και εγκυμοσύνη
Κάτι που λέγεται εσφαλμένα είναι ότι «άν μείνεις έγκυος, θα θεραπευθεί η ενδομητρίωση»'. Η αλήθεια όμως είναι ότι η εγκυμοσύνη δεν είναι θεραπεία για την ενδομητρίωση.
Να τι συμβαίνει: κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης η ωορρηξία και η περίοδος σταματούν. Οι ενδομητριωσικές εστίες γενικά καθίστανται λιγότερο ενεργείς, γίνονται μικρότερες και λιγότερο επώδυνες. Αυτό φαίνεται πως είναι το αποτέλεσμα των ορμονικών αλλαγών που προκαλεί η εγκυμοσύνη. Μεταξύ άλλων, οι αλλαγές αυτές είναι τα υψηλά επίπεδα προγεστερόνης, η παρουσία της HCG (ανθρώπινης χοριακής Συνθετικής Ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης), η αύξηση της προλακτίνης.
Έτσι, η έμμηνος ρύση σταματά και η έγκυος γυναίκα αισθάνεται πολύ καλύτερα. Επιπλέον, στη διάρκεια της εγκυμοσύνης συμβαίνουν σημαντικές ψυχολογικές αλλαγές. Η εγκυμοσύνη είναι κάτι το φυσιολογικό που φέρει σε πέρας το υγιές σώμα της γυναίκας. Μια γυναίκα που υποφέρει από ενδομητρίωση όταν μείνει έγκυος αντιλαμβάνεται τελικά ότι είναι όπως οι άλλες γυναίκες. Αισθάνεται για πρώτη φορά τελείως καλά μετά την έναρξη της ήβης της.
Είναι μια θετική εμπειρία, μια εμπειρία απελευθέρωσης από τα βασανιστικά συμπτώματα της νόσου. Βέβαια, η ενδομητρίωση δε φεύγει με την εγκυμοσύνη. Μετά τον τοκετό και το θηλασμό τα συμπτώματα επιστρέφουν, μερικές φορές δριμύτερα. Έτσι, επιστρέφει και η απογοήτευση.
Φαρμακευτική αντιμετώπιση με κατασταλτικά
Η φαρμακευτική αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης προκαλεί ανακούφιση των συμπτωμάτων σε πολλές γυναίκες. Θα πρέπει όμως να γίνει ξεκάθαρο, ότι η νόσος δεν εξαλείφεται με τα φάρμακα, τα οποία απλώς μειώνουν την ποσότητα των οιστρογόνων και του ερεθισμού που προκαλούν τα οιστρογόνα στις εστίες της ενδομητρίωσης.
Θεωρητικά, όσο πιο μικρή είναι η οιστρογονική δράση στις εστίες της ενδομητρίωσης, τόσο το καλύτερο για την τοπική βλάβη της νόσου και τις υποτροπές της. Μειονεκτήματα των χορηγούμενων φαρμάκων (αντισυλληπτικά χάπια, η προγεστερόνη και τα GnRh ανάλογα) είναι οι παρενέργειες και το κόστος τους.
Τα αντισυλληπτικά προσφέρουν ένα ρυθμισμένο και χαμηλής δόσης συνδυασμό οιστρογόνων και προγεστερόνης και εμποδίζουν την ωορρηξία. Επειδή η ωορρηξία είναι δύσκολη σε πολλές γυναίκες με ενδομητρίωση, η χορήγηση των αντισυλληπτικών χαπιών αποτελεί ένα πλεονέκτημα. Επιπλέον, επειδή τα αντισυλληπτικά προκαλούν μείωση της ποσότητας του αίματος της περιόδου, οδηγούν σε μείωση του πόνου που προκύπτει στις εστίες της ενδομητρίωσης, από την έκτοπη εκροή αίματος.
Με τα αντισυλληπτικά δισκία, η μικρού βαθμού ενδομητρίωση μπορεί να παραμείνει μικρή και σταθερή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το κόστος των αντισυλληπτικών δισκίων είναι μικρό και οι παρενέργειες ελάχιστες στις περισσότερες γυναίκες.
* Διαβάστε περισσότερα: Αντισυλληπτικό χάπι για την ενδομητρίωση
Η προγεστερόνη συνήθως χορηγείται σε μορφή παρατεταμένης δράσης. Η προγεστερόνη μπορεί, όπως και τα αντισυλληπτικά, να αναστείλει την ωορρηξία και να μειώσει το επίπεδο των κυκλοφορούντων οιστρογόνων. Οι παρενέργειες της προγεστερόνης περιλαμβάνουν αύξηση βάρους, μετεωρισμό, ακανόνιστες αιμορραγίες κ.ά. Αν πάρετε μεδροξυπρογεστερόνη σε μορφή ένεσης μακαράς διάρκειας θα αργήσετε να έχετε πάλι ωορρηξία. Επομένως, αν θέλετε να τεκνοποιήστε άμεσα, είναι σκόπιμο να το αποφύγετε.
Τα GnRh ανάλογα (τριπτορελίνη, γοσερελίνη, λευπρολίδη) σταματούν τελείως την εμμηνορρυσία, την ορμονική παραγωγή και την ωορρηξία. Τα αποτελέσματα είναι όμοια με της εμμηνόπαυσης, με μερικές διαφορές στις ορμόνες FSH και LH. Είναι πολύ δραστικά στη μείωση της δραστηριότητας των ενδομητριωσικών εστιών, αλλά δε γίνεται να χορηγηθούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Προκαλούν σημαντικές παρενέργειες, όπως εξάψεις, πονοκεφάλους διαταραχές του ύπνου, ξηρότητα του κόλπου, μείωση της libido, μελαγχολική διάθεση, οστεοπόρωση, αύξηση βάρους κ.α. Τα φάρμακα αυτά δε θεραπεύουν την ενδομητρίωση και χορηγούνται σε πολύ ειδικές περιπτώσεις.
Τα παυσίπονα (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη αναλγητικά) χρησιμοποιούνται επίσης για την αντιμετώπιση του πόνου, που παρατηρείται στην ενδομητρίωση.
Λαπαροσκοπική αφαίρεση
Η χειρουργική αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης γίνεται κυρίως με λαπαροσκοπική αφαίρεση και μπορεί να χωριστεί σε 3 επίπεδα:
- Συντηρητική (όταν διατηρείται πλήρως η αναπαραγωγική δυνατότητα)
- Αφαίρεση μήτρας με διατήρηση των ωοθηκών (σε γυναίκες που έχουν κάνει παιδιά, αλλά είναι πολύ μικρές για να υποστούν χειρουργική εμμηνόπαυση).
- Ολική Υστερεκτομή (όταν αφαιρείται η μήτρα και οι ωοθήκες)
Η διαγνωστική λαπαροσκόπηση γίνεται για να δει ο γιατρός και να διαγνώσει τι συμβαίνει στην ασθενή. Στη φάση αυτή, κάποιοι χειρουργοί δεν κάνουν καμία προσπάθεια αντιμετώπισης της νόσου, αν τυχόν ανευρεθεί. Στο EmBIO αντίθετα, αν κατά τη διαγνωστική λαπαροσκόπηση δούμε ενδομητρίωση, τη θεραπεύουμε ταυτόχρονα, για να μην υποβάλλουμε τις γυναίκες σε δύο χειρουργεία.
Η συντηρητική χειρουργική αντιμετώπιση αφαιρεί όλες τις εστίες ενδομητρίωσης, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί όλα τα ενδοπυελικά γυναικολογικά όργανα, προσπαθώντας έτσι να διατηρηθεί η γονιμότητα. Σημασία δηλαδή έχει να αφαιρεθεί η νόσος από τα όργανα και όχι τα όργανα από τη γυναίκα. Η αφαίρεση των εστιών γίνεται είτε με καυτηρίαση (Laser κ.α.), είτε με εκτομή.
Διάβασε τη μαρτυρία μιας ασθενούς μας που έκανε επεμβατική λαπαροσκόπηση για ενδομητρίωση: «Απαλλάχτηκα από μια κύστη ενδομητρίωσης 4,2 εκατοστά!»
Η ριζική χειρουργική θεραπεία συνίσταται στην αφαίρεση όλων των έσω γεννητικών οργάνων (λαπαροσκοπική αφαίρεση μήτρας). Υπάρχουν πολλές γυναίκες που ωφελούνται από τόσο ριζικές επεμβάσεις, αλλά αρκετές επίσης γυναίκες μπορούν να απαλλαγούν από τους πόνους, χωρίς να χρειασθούν τόσο ριζικές μεθόδους. Επιπρόσθετα, υπάρχουν περιπτώσεις πολλές που, παρά το ότι έγινε αφαίρεση των οργάνων, εστίες της νόσου παραμένουν και επιμένουν. Η ολική υστερεκτομή γίνεται μόνο σε σοβαρά περιστατικά, σε γυναίκες που δεν θέλουν να αποκτήσουν άλλο παιδί.
Το να αφαιρέσει κανείς τη μήτρα, τις σάλπιγγες και τις ωοθήκες και να αφήσει πίσω μικρές και ορατές εστίες της νόσου, πολύ συχνά δεν ανακουφίζει από τους πόνους την ασθενή.
Δωρεάν Online Συμβουλευτική με τον Δρ Θάνο Παράσχο και την ομάδα του
Ερωτήσεις και απαντήσεις για τη θεραπεία της ενδομητρίωσης
Πώς αφαιρούνται λαπαροσκοπικά οι εστίες και οι συμφύσεις της ενδομητρίωσης;
Αφαιρούνται στην ίδια λαπαροσκοπική επέμβαση με την οποία διαπιστώνουμε στα σίγουρα ότι υπάρχουν εστίες ενδομητρίωσης. Πρόκειται, δηλαδή, για μια απλή επέμβαση, που πραγματοποιείται με laser ή με διαθερμία, μέσα από 3 μικρές σχισμές στην κοιλιά που δεν αφήνουν σημάδια στις περισσότερες γυναίκες.
Πόσο εύκολα μπορείτε να προγραμματίσετε μια λαπαροσκοπική αφαίρεση ενδομητρίου;
Αρκετά εύκολα, μια και η παραμονή σας στην κλινική θα είναι πολύ σύντομη και θα αναρρώσετε και πολύ γρήγορα.
Τι μπορεί να σας προσφέρει μια φαρμακευτική αγωγή για ενδομητρίωση;
Αν έχετε ήπια συμπτώματα ενδομητρίωσης, αν μιλάμε δηλαδή για έναν απλό πόνο, μπορείτε να βρείτε ανακούφιση με μη συνταγογραφούμενα παυσίπονα.
Για πιο σοβαρές περιπτώσεις ενδομητρίωσης, κάποια παυσίπονα που θα σας συνταγογραφήσει ο γιατρός σας θα βοηθήσουν στον έλεγχο του πόνου και ίσως να μειώσουν και την πρόοδο της ασθένειας.
Μετά τη λαπαροσκοπική επέμβαση, θα χρειαστεί να κάνετε μια ορμονοθεραπεία για 1-6 μήνες, για να σταματήσει η έκκριση των ορμονών που συμβάλλουν στην ανάπτυξη του ενδομητρίου.
Πως μπορείτε οι ίδιες να βοηθήσετε τον εαυτό σας
Εκτός από τη χειρουργική και τη φαρμακευτική θεραπεία, μπορείτε να υιοθετήσετε και κάποιες άλλες δοκιμασμένες μεθόδους:
- Περπάτημα ή κάποια άλλη μορφή άσκησης
- Μπάνια με ζεστό νερό
- Διάφορες τεχνικές χαλάρωσης
Μ' αυτές τις καλές συνήθειες, θα δείτε βελτίωση, όχι μόνο στη μείωση του πόνου, αλλά και στο άγχος ή τη μελαγχολία που μπορεί να σας έχει προκαλέσει η ενδομητρίωση.
Βοηθούν οι φυσικές θεραπείες στην ενδομητρίωση;
Αναφέρονται διάφορες εναλλακτικές θεραπείες για την ενδομητρίωση με βότανα, πρόπολη, λυγαριά, βελονισμό και πολλά άλλα. Δεν προτείνουμε καμιά από αυτές γιατί καμιά δεν έχει δοκιμαστεί με σοβαρές κλινικές έρευνες. Είναι δικό σας θέμα αν θα αποφασίσετε να δοκιμάσετε κάποια από αυτές τις «φυσικές» θεραπείες. Δυστυχώς, είναι δύσκολο να επαληθευτούν οι ισχυρισμοί για την αποτελεσματικότητα των θεραπειών αυτών, όπως και η έλλειψη παρενεργειών και αλληλεπιδράσεων με άλλες ουσίες ή φάρμακα.