Ακράτεια Ούρων
ΠΥΕΛΙΚΗ ΧΑΛΑΡΩΣΗ
Ο όρος πυελική χαλάρωση ή χαλάρωση του πυελικού εδάφους αναφέρεται σε διάφορες επίκτητες τοπογραφικές ανατομικές ανωμαλίες, οι οποίες αφορούν στον κόλπο, στην μήτρα, στην ουροδόχο κύστη και στον ορθό και οι οποίες είναι αποτέλεσμα της απώλειας της υποστηρικτικής ικανότητας της πυελικής περιτονίας και των συνδέσμων του πυελικού εδάφους.
Ο φυσιολογικός άξονας του κόλπου συμπίπτει με τον άξονα της πυέλου και είναι περίπου οριζόντιος σε ορθία στάση του σώματος. Το πρόσθιο κολπικό τοίχωμα υποστηρίζεται από την ηβοτραχηλική περιτονία, η οποία εκτείνεται σπό την οπίσθια επιφάνεια της ηβικής συμφύσεως έως τον τράχηλο και το άνω τμήμα του κόλπου.Το οπίσθιο κολπικό τοίχωμα συγκρατείται κυρίως από τον ινώδη ιστό του ορθοκολπικού διαφράγματος και τους ανελκτήρες μύες του πρωκτού. Με το επίπεδο των οποίων εκτείνεται παράλληλα.
Στην στήριξη της μήτρας συμβάλλουν οι σύνδεσμοι της και το πυελικό έδαφος. Η βασική υποστήριξη παρέχεται από τους εγκαρσίους συνδέσμους, οι οποίοι εκτείνονται από το πλάγιο πυελικό τοivfίχωμα προς το ανώτερο τμήμα του κόλπου και το κατώτερο του τραχήλου και από τους δύο ιερομητρικούς συνδέσμους, οι οποίοι αποτελούν πάχυνση της περιτονίας του πυελικού εδάφους, και εκτείνονται από το ιερό οστούν έως το κατώτερο τμήμα του τραχήλου. Οι στρογγύλοι και οι πλατείς σύνδεσμοι παρέχουν μία πιο ήπια στήριξη. Τέλος, το πυελικό έδαφος και ιδίως οι ανελκτήρες μύες του πρωκτού συμβάλλουν στην στήριξη και συγκράτηση της μήτρας στην φυσιολογική της θέση.
Αιτιολογία-Παθογένεια
Εξασθένιση των υποστηρικτικών ιστών (σύνδεσμοι-μύες), με αποτέλεσμα άλλοτε άλλου βαθμού της ικανότητας συγκράτησης της μήτρας, του κόλπου και των πέριξ ιστών, μπορεί να οφείλεται σε αρκετά αίτια. Ανεξάρτητα του αιτιόυ οι μηχανισμοί είναι δύο:κάκωση ή εξασθένιση του πυελικού εδάφους και γενικά των στηρικτικών ιστών και χρόνια αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης. Συνήθως οι δύο αυτοί μηχανισμοί συνδυάζονται.
Συγγενής πυελική χαλάρωση με την μορφή πρόπτωσης της μήτρας είναι ιδιαίτερα σπάνια.Μπορεί να παρατηρηθεί σε νεογνά κατά την διάρκεια εντόνων κλαυθμών και ορισμένες φορές σε άτοκες, ακόμη δε και σε παρθένες γυναίκες. Προφανώς, σε αυτές τις περιπτώσεις η πρόπτωση οφείλεται σε συγγενή εξασθένηση της ενδοπυελικής περιτονίας.
Κακώσεις της ενδοπυελικής περιτονίας και ρήξεις των μυών, ιδιαίτερα των ανελκτήρων και εκείνων του σώματος του περινέου κατά τον τοκετό είναι η κύρια αιτία της πυελικής χαλάρωσης. Χαλάρωση του πυελικού εδάφους και συγκεκριμένα με την μορφή της πρόπτωσης της μήτρας μπορεί να οφείλεται στην ύπαρξη μεγάλων πυελικών όγκων ή διαταραχών του ιερού νέυρου (κάκωση στο Ο1-Ο4 και προιεροί όγκοι). Επιπρόσθετοι παράγοντες για εμφάνιση πυελικής χαλάρωσης είναι καταστάσεις στις οποίες υπάρχει χρόνια αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, όπως η παχυσαρκία, ο ασκίτης, η χρόνια βρογχίτιδα, η βρογχεκτασία και το άσθμα.
Τέλος, η εμμηνόπαυση, λόγω της άλλοτε άλλου βαθμού ατροφίας που παρατηρείται στην ενδοπυελική περιτονία, μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση της χαλάρωσης του πυελικού εδάφους.
Τύποι πυελικής χαλάρωσης - Συμπτωματολογία
Η πρόπτωση του προσθίου κολπικού τοιχώματος μπορεί να περιλαμβάνει την ουρήθρα (κυρίως το οπίσθιο τμήμα της), με αποτέλεσμα της δημιουργία ουρηθροκήλης, ενώ όταν περιλαμβάνει την ουροδόχο κύστη , δημιουργείται η κυστεοκήλη. Με την πάροδο του χρόνου παρατηρείται βαθμιαία κάθοδος της ουρήθρας και της ουροδόχου κύστεως, που προβάλλουν μέσα από το πρόσθιο κολπικό τοίχωμα , ενώ σε πιο σοβαρές περιπτώσεις γίνονται ορατές στην είσοδο του κόλπου.Όταν η πυελική χαλάρωση επηρεάζει τον αυχένα της κύστης, ανάλογα με τον βαθμό της ουρηθροκήλης, επέρχεται προοδευτικά και απώλεια της οπίσθιας ουρηθροκυστικής γωνίας (το έξω στόμιο της ουρήθρας είναι καθηλωμένο κάτω από την ηβική σύμφυση). Μία μικρού βαθμού κυστεοκήλη μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματική. Με την πάροδο όμως του χρόνου και σε περίπτωση που επιδεινωθεί(κυστεοκήλη 2ου ή 3ου βαθμού), αίσθηση προβολής σώματος στον κόλπο, δυσουρία και ατελής κένωση της ουροδόχου κύστεως είναι συνήθη συμπτώματα. Η ατελής κένωση της ουροδόχου κύστεως μπορεί να είναι αιτία, λόγω αύξησης της υπολειπόμενης ποσότητας ούρων, υποτροπιάζουσας ουρολοίμωξης, κυρίως με την μορφή της κυστίτιδας. Η ακράτεια ούρων κατά την προσπάθεια (stress incontinence) αποτελεί την πλέον σημαντική ενόχληση στις γυναίκες με κυστεοκήλη, αν και αυτή καθ’αυτή η κυστεοκήλη δεν είναι αιτία ακράτειας κατά της προσπάθεια. Η ακράτεια που παρατηρείται οφείλεται σε απώλεια του τόνου των στηρικτικών ιστών της ουρήθρας με αποτέλεσμα προοδευτική ελάττωση της οπισθίας ουρηθροκυστικής γωνίας. Ορισμένες φορές, ιδίως αν συνυπάρχει και πρόπτωση της μήτρας, μπορεί να συμβεί οξεία επίσχεση ούρων.
Κατά την γυναικολογική εξέταση το πρόσθιο κολπικό τοίχωμα μαζί με την υποκείμενη ουροδόχο κύστη προβάλλουν μέσα στον κόλπο σε διάφορο βαθμό, ανάλογα με την σοβαρότητα της χαλάρωσης, ιδίως αν η ασθενής <<σφιχτεί>> προς τα κάτω. Σε περίπτωση που συνυπάρχει και ουρηθροκήλη διαπιστώνεται περιστροφή και κάθοδος της ουρήθρας που την φέρουν σρο πρόσθιο κολπικό τοίχωμα στο σημείο κάτω από την είσοδο του κόλπου.
Η διαφορική διάγνωση της κυστεοκήλης γίνεται από κύστεις ή όγκους του προσθίου κολπικού τοιχώματος, από εκκολπώματα της ουρήθρας ή από εκκολπώματα της ουροδόχου κύστεως.
Ορθοκήλη
Η ορθοκήλη δημιουργείται όταν η λέπτυνση κι η απώλεια του τόνου της περιτονίας του οπισθίου κολπικού τοιχώματος και του ορθοκολπικού διαφράγματος επιτρέπει την προβολή του ορθού μέσα από το οπίσθιο κολπικό τοίχωμα. Η ορθοκήλη είναι συνήθως αποτέλεσμα των ρήξεων του ινώδους ιστού της ορθοκολπικής περιτονίας κατά τον τοκετό. Η ορθοκήλη μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματική, όταν είναι μικρού μεγέθους. Σε μεγαλυτέρου βαθμού όμως ορθοκήλη μπορεί να υπάρχει δυσκολία της ασθενούς στην αφόδευση και αίσθημα πίεσης ή προβολή μάζας στον κόλπο.
Κατά την γυναικολογική εξέταση διαπιστώνονται συνήθως παλαιές ρήξεις στο περίνεο, ο κόλπος είναι χαλαρός, ενώ το οπίσθιο κολπικό τοίχωμα, κάτωθεν του οποίου υπάρχει το ορθό, προβάλλει στην είσοδο του κόλπου ή και έξω από αυτόν, ανάλογα με τον βαθμό της ορθοκήλης.
Η διαφορική διάγνωση της ορθοκήλης γίνεται από όγκους του ορθοκολπικού διαφράγματος (ινώματα, λιπώματα) και από την εντεροκήλη.
Εντεροκήλη
Όταν υπάρχει πρόπτωση του δουγλασείου χώρου διαμέσου της περιτονίας του οπισθίου κολπικού τοιχώματος στον αυλό του κόλπου, δημιουργείται η εντεροκήλη, η οποία περιέχει συνήθως έντερο ή επίπλουν. Η εντεροκήλη μπορεί να συνοδεύεται η όχι από πρόπτωση της μήτρας. Παρατηρείται ορισμένες φορές μετά από υστερεκτομή(κολπική ή κοιλιακή), όταν υπάρχει ανεπαρκής στήριξη του κολπικού κολοβώματος. Συνήθως εμφανίζεται σε πολυτόκες γυναίκες μετεμμηνοπαυσιακής ηλικίας.
Τα συμπτώματα είναι μη ειδικά. Αίσθημα πληρότητας στον κόλπο, όπως και στους άλλους τύπους πυελικής χαλάρωσης, παρατηρείται συχνά. Συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα σπανίως αναφέρονται. Κατά την γυναικολογική εξέταση διαπιστώνεται προβολή του οπισθίου κολπικού τοιχώματος στο ανώτερο τμήμα του. Ο συνδυασμός της αμφίχειρης γυναικολογικής εξέτασης και της εξέτασης από το ορθό βοηθά σημαντικά στην διάγνωση της πάθησης.
Η διαφορική διάγνωση της εντεροκήλης γίνεται από την ορθοκήλη και από μαλακούς όγκους του ανωτέρου τμήματος του ορθοκολπικού διαφράγματος (λίπωμα, λειομύωμα, σάρκωμα).
Πρόπτωση της μήτρας
Η πρόπτωση της μήτρας συνίσταται στην κάθοδο του τραχήλου και του σώματος της μήτρας μέσα στον κόλπο. Συνήθως συνυπάρχει με χαλάρωση του κόλπου.
Ανάλογα με την βαρύτητα της κατάστασης διακρίνονται τρεις βαθμοί πρόπτωσης. Στην πρόπτωση 1ου βαθμού παρατηρείται κάθοδος του τραχήλου στο κάτω τριτημόριο του κόλπου. Εάν ο τράχηλος προβάλλει στην είσοδο του κόλπου, η πρόπτωση χαρακτηρίζεται ως 2ου βαθμού. Στην πρόπτωση 3ου βαθμού ή ολική πρόπτωση μήτρας ολόκληρη η μήτρα καθώς και το κολπικό τοίχωμα ευρίσκονται εκτός της αιδοιικής σχισμής.
Η συμπτωματολογία εξαρτάται σπό τον βαθμό της πρόπτωσης. Αίσθημα πλήρωσης και πίεσης στον κόλπο, άλγος στην οσφύ, αιμορραγία από εξελκωμένες περιοχές της μήτρας ή του κολπικού τοιχώματος (σε περίπτωση ολικής πρόπτωσης) είναι συνήθη συμπτώματα. Δυσουρία, υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, ακράτεια από υπερπλήρωση ή συχνοουρία αναφέρονται σπανιότερα.
Η διάγνωση βασίζεται κυρίως στην κλινική εξέταση. Στην διαφορική διάγνωση περιλαμβάνεται η επιμήκυνση του τραχήλου καθώς και ευμεγέθεις όγκοι του τραχήλου ή της μήτρας που προβάλλουν διαμέσου του τραχήλου και μπορεί να δώσουν την ψευδή εντύπωση πρόπτωσης της μήτρας.
Αντιμετώπιση της πυελικής χαλάρωσης - Πρόληψη
Η πρόληψη συνίσταται στην αποφυγή ή στην διόρθωση όλων εκείνων των προδιαθεσικών ή επιβαρυντικών παραγόντων, που έχουν ως συνέπεια την πυελική χαλάρωση.
Η αποφυγή παράτασης του δευτέρου σταδίου του τοκετού, η συρραφή της περινεοτομής κατά στρώματα και οι ασκήσεις του πυελικού εδάφους μετά από τον τοκετό είναι παράγοντες καθοριστικής σημασίας. Η σωστή χειρουργική τεχνική στην εκτέλεση της υστερεκτομής (στήριξη των κολοβωμάτων των συνδέσμων και αποκατάσταση του πυελικού εδάφους) μειώνει την συχνότητα πρόπτωσης του κολπικού κολοβώματος ή της ανάπτυξης της εντεροκήλης. Η αντιμετώπιση και θεραπεία των καταστάσεων που αυξάνουν σε χρόνια βάση την ενδοκοιλιακή πίεση, όπως ο χόνιος βήχας, ο ασκίτης, μεγάλες ενδοκοιλιακές μάζες κλπ. Ελαττώνουν την πιθανότητα εμφάνισης χαλάρωσης του πυελικού εδάφους. Τέλος, η χορήγηση ορμονικής θεραπείας υποκατάστασης στις γυναίκες της μετεμμηνοπαυσιακής ηλικίας βοηθά στην βελτίωση της κατάστασης των ιστών του πυελικού εδάφους, περιορίζοντας έτσι, σε καποιον βαθμό, την πυελική χαλάρωση,εάν έχει εμφανισθεί, ελαττώνοντας την πιθανότητα εμφάνισής της.
Συντηρητική αγωγή
Η εμφάνιση πυελικής χαλάρωσης αμέσως μετά από τοκετό, κατάσταση ιδιαίτερα σπάνια, δεν απαιτεί χειρουργική αντιμετώπιση. Συνιστώνται ασκήσεις του πυελικού εδάφους και συνήθως, μέσα σε ένα εξάμηνο, παρατηρείται σημαντική βελτίωση.
Σε περιπτώσεις που υπάρχουν αντενδείξεις για χειρουργική επέμβαση (μεγάλη ηλικία της ασθενούς, επιβαρημένη γενική κατάσταση) ή όταν για διάφορους λόγους απαιτείται βραχυχρόνια αντιμετώπιση του προβλήματος, η χρησιμοποίηση κολπικών πεσσών μπορεί σε άλλοτε άλλο βαθμό να βοηθήσει στην υποχώρηση των συμπτωμάτων. Οι κολπικοί πεσσοί κατασκευάζονται από πλαστικό ή άλλο ειδικό υλικό και έχουν διάφορα σχήματα και μεγέθη ανάλογα με τον βαθμό της πυελικής χαλάρωσης. Τοποθετούνται στον κόλπο και συγκρατούν την μήτρα και τα κολπικά τοιχώματα στην φυσιολογική τους θέση. Η δημιουργία εξέλκωσης του κολπικού τοιχώματος λόγω της ασκούμενης πίεσης και η ανάπτυξη φλεγμονών του ουρογεννητικού συστήματος, ιδίως σε μακροχρόνια χρήση, είναι συνήθεις επιπλοκές και αντιμετωπίζονται με την βοήθεια αντιβιοτικών συστηματικά ή τοπικά και με την τήρηση των κανόνων υγιεινής.
Χειρουργική αντιμετώπιση
Όταν η πυελική χαλάρωση είναι συμπτωματική, απαιτείται χειρουργική παρέμβαση. Η κλασσική χειρουργική επέμβαση που εφαρμόζεται στην κυστεοκήλη είναι η πρόσθια κολπορραφία. Αυτή συνίσταται στην αποκατάσταση του προσθίου κολπικού τοιχώματος και σε περίπτωση που υπάρχει και ακράτεια ούρων τοποθέτηση ειδικών ραφών (Kelly) για αποκατάσταση της ουρηθροκυστικής συμβολής.
Η ορθοκήλη αντιμετωπίζεται με την οπίσθια κολποπερινεορραφία. Ανακατασκευάζονται το οπίσθιο κολπικό τοίχωμα, κινητοποιείται η παραορθική περιτονία και συμπλησιάζονται τα σκέλη των ανελκτήρων μυών στην μέση γραμμή.
Στην περίπτωση της εντεροκήλης, ο κηλικός σάκκος διανοίγεται με διακολπική προσπέλαση, ανατάσσεται το περιεχόμενό του και στη συνέχεια εκτελείται πλαστική αποκατάσταση μετά από εκτομή τμήματος του κολπικού τοιχώματος.
Η πρόπτωση της μήτρας κυρίως του 2ου και του 3ου βαθμού, αντιμετωπίζεται με κολπική υστερεκτομία, η οποία συνήθως συνδυάζεται με προσθιοπόσθια κολποπερινεορραφία. Μπορεί να εφαρμοσθεί και η λαπαροσκοπικά υποβοηθούμενη κολπική υστερεκτομία, κατά την οποία δίνεται η δυνατότητα να αντιμετωπισθούν και άλλες καταστάσεις, όπως ενδοπυελικές συμφύσεις και ακράτεια ούρων, ενώ καθίσταται ευκολότερη η εξαίρεση των εξαρτημάτων. Όταν είναι επιθυμητή μελλοντική κύηση ή υπάρχει μόνον επιμήκυνση του τραχήλου, ή μήτρα μπορεί να διατηρηθεί και να αφαιρεθεί μόνο τμήμα του τραχήλου.
Η πρόπτωση του κολπικού κολοβώματος μετά από υστερεκτομή μπορεί να αντιμετωπισθεί με ανάρτησή του στον πρόσθιο επιμήκη σύνδεσμο του ιερού οστού με την χρήση συνθετικού πλέγματος(ιεροκολποπηξία), μία επέμβαση που μπορεί να εκτελεσθεί διακολπικά, λαπαροσκοπικά ή με λαπαροτομία.
ΑΚΡΑΤΕΙΑ ΟΥΡΩΝ
Ακράτεια ούρων είναι η ακούσια απώλεια ούρων και συμβαίνει όταν η ενδοκυστική πίεση υπερβεί την μέγιστη ενδοουρηθρική πίεση.
Η ακράτεια ούρων αποτελεί ένα κοινωνικό πρόβλημα. Υπολογίζεται ότι το 20% των γυναικών ηλικίας άνω των 75 ετών υποφέρει από ακράτεια ούρων σε καθημερινή βάση, ενώ εκτιμάται ότι το 50% όλων των γυναικών παρουσιάζει, έστω και περιστασιακά, κάποιου βαθμού ακράτεια ούρων.
Κατάταξη - Τύποι ακράτειας
Ανάλογα με την αιτία η ακράτεια ούρων διακρίνεται στους εξής τύπους:
Γνήσια ακράτεια κατά την προσπάθεια
Αποτελεί τον συχνότερο τύπο ακράτειας και παρατηρείται συχνά σε συνδυασμό με πυελική χαλάρωση. Συμβαίνει κατά την αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης χωρίς όμως σύσπαση του εξωστήρα μυός. Εκδηλώνεται κατά τον βήχα, τον πταρμό, την άρση βάρους, την αλλαγή θέσεως του σώματος και στις σοβαρότερες περιπτώσεις ακόμη και κατά την βάδιση ή και την κατάκλιση.
Ακράτεια λόγω ασταθούς κύστης (υπερδραστήρια κύστη)
Αποτελεί τον δεύτερο σε συχνότητς τύπο ακράτειαε και οφείλεται σε ακούσιες και ανεξέλεγκτες συσπάσεις του εξωστήρα μυός, οι οποίες μπορούν να παρατηρηθούν μετά από κάποιο ερέθισμα ή και αυτόματα. Παρατηρείται πιο συχνά σε ηλικιβμένες γυναίκες. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ανευρίσκεται κάποια αιτία και χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής.
Ενίοτε, μπορεί να υπάρχει κάποια νευρολογική πάθηση ή κάκωση της σπονδυλικής στήλης.
Η ακράτεια λόγω ασταθούς κύστης εκδηλώνεται με πλειάδα συμπτωμάτων, όπως επιτακτική έπειξη προς ούρηση, συχνοουρία, ακράτεια κατά την προσπάθεια ή νυχτερινή ούρηση.
Ακράτεια από υπερπλήρωση
Παρατηρείται σε καταστάσεις στις οποίες η πλήρωση της ουροδόχου κύστεως υπερβαίνει την λειτουργική χωριτικότητά της. Νευρολογικές παθήσεις, όπως διαβητική νευροπάθεια, σκλήρυνση κατά πλάκας, απόφραξη και αδυναμία της ούρησης λόγω πυελικής μάζας ή ως αποτέλεσμα μετεγχειρητικών επιπλοκών, χρήση ορισμένων φαρμάκων, όπως αντιχολινεργικά και υπερδιάταση της κύστης (ιδιοπαθής ή ως αποτέλεσμα ανεπαρκούς αντιμετώπισης οξείας ή χρόνιας διάτασής της) είναι τα πλέον συνήθη αίτια. Τέλος, ψυχογενείς παθολογικές καταστάσεις όπως σοβαρού βαθμού κατάθλιψη ή ψύχωση είναι αιτίες ακράτειας ούρων από υπερπλήρωση.
Ακράτεια λόγω παράκαμψης του μηχανισμού του σφιγκτήρα
Σε ορισμένες καταστάσεις, όπως συρίγγια(ουρητηροκολπικά, κυστεοκολπικά, ουρηθροκολπικά), έκτοπος ουρητήρας και εκκολπώματα της ουρήθρας, παρακάμπτεται ο φυσιολογικός μηχανισμός του σφιγκτήρα της ουρήθρας με αποτέλεσμα την ακούσια διαφυγή ούρων. Τα συρίγγια σχεδόν πάντοτε έχουν προφανή αίτια, όπως χειρουργικές επεμβάσεις στην περιοχή, κακώσεις κατά τον τοκετό ή ακτινοβολία της πέριξ περιοχής.
Ο τύπος αυτός της ακράτειας εκδηλώνεται ως συνεχής απώλεια ούρων ημέρα και νύχτα, αν και μπορεί να εκδηλωθεί και ως ακράτεια κατά την προσπάθεια ή σε έντονη σωματική δραστηριότητα.
Ακράτεια μικτού τύπου
Ως ακράτεια μικτού τύπου ορίζεται η ακράτεια που οφείλεται σε συνύπαρξη δύο ή περισσοτέρων αιτιών.
Ψυχογενής ακράτεια
Η ψυχογενής ακράτεια μπορεί να εκδηλωθεί ως ακράτεια κατά την προσπάθεια, ακράτεια λόγω ασταθούς κύστης, ακράτεια από υπερπλήρωση και ως ενούρηση. Παρατηρείται συνήθως σε γυναίκες με ψυχολογικά ή ψυχιατρικά προβλήματα.
Διάγνωση και εκτίμηση της ακράτειας ούρων
Η λεπτομερής λήψη του ιστορικού και η κλινική εξέταση έχουν ιδιαίτερη σημασία στην διάγνωση της ακράτειας. Εάν , υπάρχει ένδειξη, πρέπει να γίνεται και νευρολογική εκτίμηση. Οι διαγνωστικές εξετάσεις που θα πρέπει να εκτελούνται, εκτός από τις γενικές, είναι η καλλιέργεια των ούρων και ο ουροδυναμικός έλεγχος. Αυτός περιλαμβάνει την μέτρηση της ροής των ούρων και την κυστεομανομετρία. Οι εξετάσεις αυτές είναι απαραίτητες για να καθοριστεί ο τύπος της ακράτειας και να αποφασισθεί το είδος της θεραπείας, που θα έχει το καλύτερο αποτέλεσμα για την ασθενή. Στην διαφορική διάγνωση μπορούν να βοηθήσουν η κυστεοσκόπηση, το πυερηχογράφημα, η ενδοφλέβια πυελογραφία και η αξονική ή η μαγνητική τομογραφία, όταν υπάρχει ένδειξη.
Αντιμετώπιση της ακράτειας ούρων
Σε ελαφρού βαθμού ακράτεια ή όταν υπάρχει αντένδειξη χειρουργικής επέμβασης λόγω προβλημάτων υγείας, συστήνεται συντηρητική αγωγή, η οποία συνίσταται σε φυσικοθεραπεία (ειδικές ασκήσεις του πυελικού εδάφους) με σκοπό της ενίσχυση των μυών και την διόρθωση της σφιγκτηριακής ανεπάρκειας, ηλεκτρική διέργερση με φαραδικά ρεύματα για ενίσχυση του ανελκτήρα μυός του πρωκτού, φαρμακευτική αγωγή(χορήγηση β-αδρενεργικών ουσιών ), χρησιμοποίηση ειδικών κολπικών κώνων ή δακτυλίων και τέλος χορήγηση ορμονικής θεραπείας υποκατάστασης τοπικά ή συστηματικά. Τα ποσοστά επιτυχίας δεν είναι ιδιαίτερα υψηλά και εξαρτώνται φυσικά από τον τύπο και την σοβαρότητα της ακράτειας.
Η χειρουργική αντιμετώπιση της ακράτειας των ούρων αποτελεί την κύρια θεραπευτική προσέγγιση, ιδιαίτερα στην ακράτεια κατά την προσπάθεια αλλά και σε μικτού τύπου ακράτεια, όταν η συντηρητική αγωγή αποδειχθεί ανεπαρκής. Διάφορες επεμβάσεις χρησιμοποιούνται με διάφορα ποσοστά επιτυχίας:
- τοποθέτηση ραμμάτων Kelly όταν συνυπάρχει κυστεοκήλη
- κολποανάρτηση κατά Burch με ανοικτή μέθοδο ή ενδοσκοπικά (διόρθωση της ανεπάρκειας του σφιγκτήρα με καθήλωση του κολπικού τοιχώματος στον σύνδεσμο του Cooper)
- επέμβαση κατά Marshall-Marchetti-Kranz (καθήλωση της ουρηθροκυστικής συμβολής στο περιόστεο της οπίσθιας επιφάνειας της ηβικής σύμφυσης)
- επέμβαση κατά Stammey (ανάρτηση του αυχένα της ουροδόχου κύστεως στην περιτονία του ορθού κοιλιακού μυός) και
- η πλέον πρόσφατη χειρουργική μέθοδος ΤVT, που συνίσταται στην τοποθέτηση ειδικής ταινίας από πλέγμα πολυπροπυλενίου κάτω από το μέσον της ουρήθρας. Η επέμβαση αυτή μπορεί να γίνει και με περιοχική αναισθησία και απαιτεί μία ημέρα νοσηλεία.