Φυσιολογία Του Εμμηνορυσιακού Κύκλου
Γονιμοποίηση και εμφύτευση
Ο εμμηνορρυσιακός κύκλος της γυναίκας περιλαμβάνει δύο κύριες διαδικασίες. Στην πρώτη επιτελείται η ωρίμανση και η απελευθέρωση ενός ωαρίου ικανού για γονιμοποίηση, ενώ στην δεύτερη γίνεται κατάλληλη προετοιμασία του ενδομητρίου για την εμφύτευση του γονιμοποιηθέντος ωαρίου,
Ο εμμηνορρυσιακός κύκλος διαιρείται σε δύο φάσεις: στην παραγωγική και στην εκκριτική.
Η παραγωγική φάση του κύκλου αρχίζει από την πρώτη ημέρα της εμμήνου ρύσεως και διαρκεί μέχρι την ωοθυλακιορρηξία. Στην φάση αυτή επιτελείται η ωρίμανση και η ρήξη ενός ωρίμου ωοθυλακίου υπό την επίδραση των Συνθετικών Ωοθυλακιοτρόπων ορμονών και κυρίως της FSH. Στην φάση αυτή, επίσης, και υπό την επίδραση των οιστρογόνων, τα οποία παράγονται από την ωοθήκη, προετοιμάζεται το ενδομήτριο για να υποδεθεί το γονιμοποιημένο ωάριο.
Η εκκριτική φάση αρχίζει αμέσως μετά την ωοθυλακιορρηξία και διαρκεί μέχρι την επόμενη εμμηνορρυσία. Κατά την φάση αυτή δημιουργείται το ωχρό σωμάτιο. Η παραγόμενη από αυτό προγεστερόνη επιδρά στο ενδομήτριο για να υποστηρίξει την εμφύτευση και την περαιτέρω ανάπτυξη του γονιμοποιηθέντος ωαρίου.
Κατά την διάρκεια της εμμήνου ρύσεως αποπίπτει το λειτουργικό ενδομήτριο, το οποίο αποτελείται από την συμπαγή και την σπογγώδη στοιβάδα, ενώ παραμένει η βασική στοιβάδα από την οποία θα προέλθει το νέο λειτουργικό ενδομήτριο.
Η διάρκεια ενός φυσιολογικού εμμηνορρυσιακού κύκλου κυμαίνεται από 28 έως 30 ημέρες. Η διάρκεια της παραγωγικής φάσης δεν είναι σταθερή, σε αντίθεση με την εκκριτική φάση η οποία διαρκεί 14 ημέρες.
Ο εμμηνορρυσιακός κύκλος είναι το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, οι οποίοι ευρίσκονται σε αγαστή συνεργασία. Διαταραχή της ισορροπίας αυτής μπορεί να προκαλέσει ποικιλία ανωμαλιών του κύκλου.
Κεντρικό όργανο στην φυσιολογική λειτουργία του γεννητικού συστήματος είναι η ωοθήκη, οι λειτουργίες της οποίας ευρίσκονται υπό τον έλεγχο του νευροενδοκρινικού άξονα υποθάλαμος - υπόφυση .
ΥΠΟΘΑΛΑΜΟΣ
Ο υποθάλαμος είναι τμήμα του διεγκεφάλου, στην βάση του εγκεφάλου και αποτελεί το έδαφος και τμήμα των πλαγίων τοιχωμάτων της τρίτης κοιλίας. Εντός αυτού ανευρίσκονται ομάδες νευρικών κυττάρων, που καλούνται πυρήνες του υποθαλάμου, και οι οποίοι εκκρίνουν εκλυτικούς και ανασταλτικούς παράγοντες. Ο εκλυτικός παράγοντας των Συνθετικών Ωοθυλακιοτρόπων ορμονών (GnRH) είναι ένα δεκαπεπτίδιο, το οποίο παράγεται από τον τοξοειδή πυρήνα κατά ώσεις -ανά μία με τρεις ώρες- ανάλογα με την φάση του γεννητικού κύκλου. Οι ώσεις αυτές της GnRH ρυθμίζονται από μηχανισμούς στους οποίους παίρνουν μέρος τα στεροειδή της ωοθήκης, άλλες μη στεροειδείς ουσίες της ωοθήκης, η ντοπαμίνη, η νορεπινεφρίνη, η σεροτονίνη, οι προσταγλανδίνες, τα οπιοειδή του εγκεφάλου (ενδορφίνες) και πιθανόν και άλλοι παράγοντες.
Η δράση της GnRH δεν ασκείται με απ’ ευθείας έκκριση της στα κύτταρα του προσθίου λοβού της υπόφυσης, αλλά μεταφέρεται μέσω αμινεργικών νευρώνων απευθείας ή μέσω ενδιαμέσων νευρώνων στην περιοχή των προσαγωγών υποφυσιακών αγγείων και κάτω από τον έλεγχο νευροδιαβιβαστών.
Η κατά ώσεις έκκριση της GnRH προκαλεί την κατά ώσεις έκκριση τόσο της FSH όσο και της LH. Μεταξύ της GnRH και των εκκρινομένων από την υπόφυση Συνθετικών Ωοθυλακιοτρόπων ορμονών FSH και LH υπάρχει παλίνδρομη ρύθμιση (feed-back).
Για να επιδράσει η GnRH στα γοναδοτρόπα κύτταρα του προσθίου λοβού της υπόφυσης, πρέπει να συνδεθεί με ειδικούς υποδοχείς, οι οποίοι ευρίσκονται στην επιφάνεια των κυτταρικών μεμβρανών. Τους υποδοχείς αυτούς τους δημιουργεί η ίδια η GnRH, ο δε αριθμός τους δεν είναι σταθερός, αλλά παρουσιάζει σημαντικές αυξομειώσεις κάτω από τις διαφορετικές συνθήκες, που δημιουργούνται στην διάρκεια του γεννητικού κύκλου. Στην δημιουργία των υποδοχέων της GnRH, εκτός από την ίδια την ορμόνη, συμμετέχουν και τα οιστρογόνα, τα οποία έχουν την ικανότητα να αυξάνουν τον αριθμό των υποδοχέων της GnRH (προς τα άνω ρύθμιση των υποδοχέων). Αντίθετα, η συνεχής χορήγηση της GnRH προκαλεί την ελάττωση του αριθμού των υποδοχέων και κατά συνέπεια ελάττωση ή ακόμη και παύση της σύνθεσης και έκκρισης των Συνθετικών Ωοθυλακιοτρόπων ορμονών (προς τα κάτω ρύθμιση των υποδοχέων ή απευαισθητοποίηση).
ΥΠΟΦΥΣΗ
Η υπόφυση αποτελείται από τον πρόσθιο λοβό ή αδενοϋπόφυση και τον οπίσθιο λοβό ή νευροϋπόφυση. Από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης εκκρίνονται οι Συνθετικές Ωοθυλακιοτρόπους ορμόνες, η προλακτίνη, η αυξητική ορμόνη, η θυρεοειδοτρόπος και η κορτικοτρόπος ορμόνη.
Συνθετικές Ωοθυλακιοτρόπους ορμόνες
Πρόκειται για γλυκοπρωτεΐνες αποτελούμενες από δύο πολυπεπτιδικές υποομάδες, την α και την β. Οι α-υποομάδα είναι κοινή για την ωοθυλακιοτρόπο (FSH), την Οινοτρόποι (LH), την β-χοριακή Συνθετική Ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (β-hCG) καθώς και για την θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH). Έτσι, οι διαφορετικές β-υποομάδες είναι εκείνες που δίνουν τις διαφορετικές βιολογικές ιδιότητες στις ορμόνες αυτές.
Οι Συνθετικές Ωοθυλακιοτρόπους ορμόνες συνθέτονται και αποθηκεύονται στα γοναδοτρόπα κύτταρα, που ευρίσκονται στο πλάγιο τμήμα της αδενοϋπόφυσης. Μέσω του πυλαίου συστήματος της υπόφυσης εκχέονται στην κυκλοφορία.
Ο χρόνος ημίσειας ζωής της FSH είναι περίπου 5 ώρες, ενώ της LH περίπου 30 λεπτά. Οι βιολογικές δράσεις τους ασκούνται στην περιφέρεια μέσω της σύνδεσης των ορμονών με υποδοχείς που ευρίσκονται στα όργανα-στόχος. Οι σημαντικότερες δράσεις των Συνθετικών Ωοθυλακιοτρόπων ορμονών είναι η διέγερση για ωρίμανση και λειτουργία των ωοθηκών, ο έλεγχος της παραγωγής των γεννητικών κυττάρων και η στεροειδογένεση.
Προλακτίνη
Η προλακτίνη είναι μία πολυπεπτιδική ορμόνη, που εκκρίνεται από τα λακτοτρόπα κύτταρα του προσθίου λοβού της υπόφυσης. Η ρύθμιση της έκκρισης της προλακτίνης γίνεται από έναν ανασταλτικό παράγοντα. Τα οιστρογόνα και διάφοροι νευροδιαβιβαστές ευνοούν την έκκριση της.
Η απελευθέρωση της προλακτίνης γίνεται κατά ώσεις, ενώ παρατηρείται μία συνεχής έκκριση της σε μικρές ποσότητες. Κατά την διάρκεια του κύκλου στην εκκριτική φάση οι τιμές της προλακτίνης είναι μεγαλύτερες από εκείνες που παρατηρούνται στην παραγωγική φάση.
ΩΟΘΗΚΗ
Αποτελεί την πιο σημαντική μονάδα του αναπαραγωγικού κύκλου της γυναίκας.
Ωοθυλακική ανάπτυξη
Το ωοθυλάκιο αποτελεί την βασική λειτουργική μονάδα της ωοθήκης. Η εμβρυολογική μορφή των ωοθυλακίων ονομάζεται αρχέγονο ωοθυλάκιο και προέρχεται από τα πρώτα γεννητικά κύτταρα, τα ωοκύτταρα. Με την έναρξη της εφηβείας υπάρχουν περίπου 300.000-400.000 αρχέγονα ωοθυλάκια ικανά να προχωρήσουν σε ωοθυλακιορρηξία. Κατά την διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας της γυναίκας ένα μέρος από αυτά θα οδηγηθεί σε ατρησία, ενώ τα υπόλοιπα θα συνεχίσουν να εξελίσσονται κανονικά. Τελικά, μόνον 300-400 ωοθυλάκια αναμένεται να ωριμάσουν πλήρως και να φθάσουν σε ωοθυλακιορρηξία, ενώ τα υπόλοιπα θα εκφυλισθούν. Το ωοθυλάκιο που επιλέγεται προς ωορρηξία ονομάζεται «επικρατούν» ή «κυρίαρχο». Το αρχέγονο ωοθυλάκιο αποτελείται από ένα ωοκύτταρο με διπλοειδή αριθμό χρωματοσωμάτων, καθώς η μειωτική του διαίρεση έχει ανασταλεί στο στάδιο της πρόφασης. Το ωοκύτταρο αυτό περιβάλλεται από μία σειρά κοκκωδών κυττάρων και μία βασική μεμβράνη που χωρίζει το σύμπλεγμα ωάριο - κοκκώδη κύτταρα από τον πέριξ ιστό. Όσα από τα αρχέγονα ωοθυλάκια συνεχίσουν να εξελίσσονται μετατρέπονται αρχικά στα πρωτογενή και αργότερα στα δευτερογενή ωοθυλάκια.
Το πρωτογενές ωοθυλάκιο αποτελείται από ένα πλήρως ανεπτυγμένο ωάριο πέριξ του οποίου υπάρχει η διαφανής ζώνη, από μία ή δύο στοιβάδες κυβοειδών κοκκωδών κυττάρων και από μία βασική μεμβράνη γύρω από τα κοκκώδη κύτταρα που ονομάζεται μεμβράνη κοκκωδών κυττάρων. Η περαιτέρω ανάπτυξη του πρωτογενούς ωοθυλακίου οδηγεί στην ανάπτυξη του δευτερογενούς ωοθυλακίου. Στο ωοθυλάκιο αυτό τα κοκκώδη κύτταρα πολλαπλασιάζονται και διαφοροποιούνται σε δύο υποπληθυσμούς, στα κύτταρα της κοκκώδους στοιβάδας, που ευρίσκονται έσωθεν της βασικής μεμβράνης και στα κύτταρα της έσω και έξω θήκης του ωοθυλακίου. Στα κύτταρα της έσω θήκης, που εμφανίζουν επιθηλιοειδή διαφοροποίηση, εμφανίζονται υποδοχείς της LH, ενώ στα κύτταρα της κοκκώδους στοιβάδας εμφανίζονται υποδοχείς της FSH.
Περαιτέρω ανάπτυξη έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία στο κέντρο του ωοθυλακίου μιας κοιλότητας που ονομάζεται άντρο του ωοθυλακίου. Το άντρο περιέχει το ωοθυλακικό υγρό, το οποίο διαχωρίζει τα κύτταρα που περιβάλλουν το ωοκύτταρο από τα υπόλοιπα κοκκώδη κύτταρα σχηματίζοντας τον ωοφόρο δίσκο και τον ακτινωτό στέφανο.
Από τα αναπτυσσόμενα ωοθυλάκια, σε κάθε κύκλο, ξεχωρίζει ένα και αποτελεί το επικρατούν ωοθυλάκιο. Οι παράγοντες που καθορίζουν ποια ωοθυλάκια θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται, ώστε να μπορέσουν να καταστούν κυρίαρχα, δεν είναι γνωστοί. Πιθανολογείται ότι στην διαδικασία αυτή εμπλέκονται ορισμένα γονίδια που υπάρχουν στα κοκκώδη κύτταρα ή στα ωοκύτταρα. Η πρώτη φάση της εξέλιξης των ωοθυλακίων αρχίζει από το δευτερογενές ωοθυλάκιο και ολοκληρώνεται με την εμφάνιση του άντρου του ωοθυλακίου. Η φάση αυτή, που παρατηρείται καθ' όλη την αναπαραγωγική ζωή της γυναίκας, εξαρτάται από την ύπαρξη τονικών επεισοδίων των Συνθετικών Ωοθυλακιοτρόπων ορμονών. Στο επόμενο στάδιο επιλέγεται μία υποομάδα ωοθυλακίων, τα οποία είναι περισσότερο ώριμα βιοχημικά και απαντούν καλύτερα στις Συνθετικές Ωοθυλακιοτρόπους ορμόνες. Από την ομάδα αυτή ξεχωρίζει ένα ωοθυλάκιο που έχει την μεγαλύτερη δεσμευτική ικανότητα για την FSH με αποτέλεσμα να μπορεί να παράγει μεγαλύτερα ποσά οιστρογόνων. Το ωοθυλάκιο αυτό αποτελεί το επικρατούν ωοθυλάκιο, το οποίο στο τελευταίο στάδιο της ανάπτυξης του, που είναι η παραγωγική φάση του επομένου κύκλου, συνεχίζει να αναπτύσσεται και οδηγείται στην ωοθυλακιορρηξία.
Η παραγωγή ορμονών από την ωοθήκη εξαρτάται κυρίως από την επίδραση της FSH και της LH. Οι Συνθετικές Ωοθυλακιοτρόπους ορμόνες επιδρούν σε ειδικούς υποδοχείς που ευρίσκονται στην κυτταρική μεμβράνη. Συγκεκριμένα, η LH επιδρά στα κύτταρα της έσω θήκης και προκαλεί την παραγωγή ανδρογόνων (τεστοστερόνης και ανδροστενδιόνης). Τα ανδρογόνα στην συνέχεια φέρονται στα κοκκώδη κύτταρα, στα οποία υπάρχουν ειδικοί υποδοχείς της FSH. Η δράση της FSH στα κύτταρα αυτά προάγει την παραγωγή και την ενεργοποίηση του ενζύμου αρωματάση, το οποίο με την σειρά του προκαλεί την αρωματοποίηση των ανδρογόνων σε οιστρογόνα και κυρίως σε οιστραδιόλη.
Τα παραγόμενα στο ωοθυλάκιο οιστρογόνα ασκώντας την μιτωτική τους δράση στα κοκκώδη κύτταρα προκαλούν τον πολλαπλασιασμό τους. Έτσι, αυξάνονται οι υποδοχείς της FSH, όχι όμως μόνο λόγω της αύξησης των κοκκωδών κυττάρων, αλλά και διότι η ίδια η FSH, σε συνεργασία με τα οιστρογόνα, προκαλεί τον πολλαπλασιασμό των υποδοχέων της FSH στην επιφάνεια των κοκκωδών κυττάρων. Αυτό έχει ως συνέπεια την εντονότερη αρωματοποίηση των παραγομένων από τα κύτταρα της θήκης ανδρογόνων και επομένως την παραγωγή όλο και μεγαλυτέρων ποσοτήτων οιστρογόνων, που με την σειρά τους προκαλούν περισσότερες διαιρέσεις των κοκκωδών κυττάρων. Αυτή η συνεργασία των κυττάρων της θήκης και των κοκκωδών κυττάρων στην παραγωγή των οιστρογόνων είναι γνωστή ως θεωρία των δύο κυττάρων. Τέλος, τα οιστρογόνα, σε συνδυασμό με την FSH, προκαλούν την εμφάνιση στα κοκκώδη κύτταρα υποδοχέων LH, ώστε να μπορέσουν αυτά να απαντήσουν στην προωοθυλακιορρηκτική αύξηση της LH.
Εκτός από την τοπική τους δράση στην ωοθήκη, τα οιστρογόνα έχουν και κεντρική δράση στην υπόφυση. Συγκεκριμένα, τα οιστρογόνα σε συνεργασία με την ινχιμπίνη, μία μη στεροειδή ουσία που παράγεται από τα κοκκώδη κύτταρα των ωοθυλακίων, ασκούν αρνητική παλίνδρομη δράση στην έκκριση της FSH από την υπόφυση, προκαλώντας έτσι την ελάττωση της. Έτσι, το ωοθυλάκιο, που στην αρχή του κύκλου είναι περισσότερο ώριμο βιοχημικά και παράγει μεγαλύτερα ποσά οιστρογόνων, αφ' ενός μεν αυξάνει την δεσμευτική του ικανότητα για την FSH, ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί και να καταστεί το επικρατούν ωοθυλάκιο, αφ' ετέρου δε μέσω της αρνητικής παλίνδρομης ρύθμισης στην υπόφυση προκαλεί την ελάττωση της παραγόμενης FSH.
Με την ελάττωση της FSH σταματά η υποστήριξη της στα λιγότερα ανεπτυγμένα ωοθυλάκια, διακόπτεται η παραγωγή οιστρογόνων σε αυτά και παύει τόσο ο πολλαπλασιασμός των κοκκωδών κυττάρων όσο και η λειτουργία τους. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να οδηγούνται τα ωοθυλάκια αυτά σε ατρησία και εκφύλιση.
Όταν τα επίπεδα των οιστρογόνων φθάσουν στην μέγιστη τιμή τους και παραμείνουν σε αυτά για 14-24 ώρες, η δράση που ασκούν στον υποθάλαμο και στην υπόφυση από αρνητική γίνεται θετική, με συνέπεια την μαζική έκκριση της LH. Το αποτέλεσμα αυτής είναι η τελική ωρίμανση του ωαρίου και η πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας.
Ωοθυλακιορρηξία
Βασικό ρόλο στην τελική ωρίμανση του ωαρίου και στην ρήξη του ωοθυλακίου παίζει το μεσοκυκλικό κύμα της LH. Το μεσοκυκλικό κύμα της LH οφείλεται στην θετική παλίνδρομη δράση που ασκεί η εκκριτική αιχμή των παραγομένων από την ωοθήκη οιστρογόνων και ιδιαίτερα της οιστραδιόλης. Η δράση αυτή των οιστρογόνων ασκείται στην υπόφυση προκαλώντας αύξηση των υποδοχέων της GnRH. Έτσι, ευαισθητοποιείται η υπόφυση στην δράση της GnRH, για να προκληθεί στην συνέχεια η μεσοκυκλική αιχμή των Συνθετικών Ωοθυλακιοτρόπων ορμονών. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η θετική παλίνδρομη αλληλορρύθμιση ενεργοποιείται όταν τα οιστρογόνα υπερβούν τα 200 pg/ml σε διάρκεια περίπου 50 ωρών. Σε αντίθετη περίπτωση δεν γίνεται ωοθυλακιορρηξία και το ωοθυλάκιο παραμένει άτρητο, ο δε κύκλος ονομάζεται μονοφασικός. Η LH ασκεί πολλαπλές επιδράσεις στο ωοθυλάκιο με τελικό αποτέλεσμα την ωοθυλακιορρηξία, που συμβαίνει 10-12 ώρες μετά την εκκριτική της αιχμή.
Περίπου 48 ώρες πριν από την αιχμή της, η LH, επιδρώντας στα κοκκώδη κύτταρα μέσω των υποδοχέων της, προκαλεί την παραγωγή προγεστερόνης. Στην φάση αυτή τα επίπεδα της προγεστερόνης είναι χαμηλότερα από τα επίπεδα στα οποία φθάνει κατά την διάρκεια της ωχρινικής φάσης. Στην φάση αυτή επίσης η προγεστερόνη διευκολύνει την θετική παλίνδρομη ανταπόκριση της LH. Επιπλέον, η προγεστερόνη φαίνεται να παίζει ρόλο στην μεσοκυκλική αιχμή της FSH, η οποία εξασφαλίζει τον απαραίτητο αριθμό υποδοχέων της LH. Η προοδευτική αύξηση της προγεστερόνης πιθανόν να προκαλεί τον τερματισμό της έκκρισης της LH με μηχανισμό αρνητικής παλίνδρομης ρύθμισης. Τέλος, πιθανόν να αυξάνει και την ελαστικότητα του τοιχώματος του ωοθυλακίου.
Η LH επιδρά στο ωάριο και προκαλεί την ολοκλήρωση της μείωσης του. Η διαδικασία αυτή αρχίζει κατά την ενδομήτρια ζωή, όπου τα αρχέγονα ωοθυλάκια, τα οποία έχουν διπλοειδή αριθμό χρωματοσωμάτων, εισέρχονται στην πρόφαση της πρώτης μειωτικής διαίρεσης. Η εξέλιξη της διαδικασίας αυτής αναστέλλεται στο στάδιο αυτό, όπου και παραμένει μέχρι την φάση της ωοθυλακιορρηξίας. Η αναστολή αυτή φαίνεται να οφείλεται στον αναστολέα της ωρίμανσης των ωαρίων, ο οποίος παράγεται από τα κοκκώδη κύτταρα καθώς και από τα κύτταρα του ωοφόρου δίσκου και του ακτινωτού στεφάνου. Ο αναστολέας αυτός διαμέσου των σχισμοειδών συνάψεων εισέρχεται στο ωάριο και ασκεί την δράση του. Με την επίδραση της LH οι σχισμοειδείς συνάψεις απενεργοποιούνται και ξαναρχίζει η μειωτική διαίρεση. Το αποτέλεσμα είναι τα χρωματοσώματα του ωαρίου να μειώνονται σε 23, ενώ τα υπόλοιπα να αποβάλλονται και να αποτελούν το πρώτο πολικό σωμάτιο.
Επίσης, η LH επιδρά στο σύστημα της κυκλοοξυγενάσης των κοκκωδών κυττάρων και προκαλεί την παραγωγή ιντερλευκινών και προσταγλανδινών. Οι ουσίες αυτές διεγείρουν την σύνθεση πρωτεολυτικών ενζύμων, όπως της κολλαγονάσης και του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου και της πλασμίνης. Επιπλέον, οι ουσίες αυτές σε συνεργασία με την LH προκαλούν την παραγωγή συσπαστικών ουσιών, οι οποίες προκαλούν σύσπαση των λείων μυϊκών ινών που ευρίσκονται στην έξω θήκη και περιβάλλουν το ωοθυλάκιο. Η πίεση αυτή μεταφέρεται μέσω του ωοθυλακικού υγρού στο τοίχωμα του ωοθυλακίου, το οποίο ρήγνυται στα σημεία που έχει διαβρωθεί από τα πρωτεολυτικά ένζυμα.
Ο ρόλος της μεσοκυκλικής αιχμής της FSH δεν είναι απολύτως γνωστός. Φαίνεται ότι παίζει ρόλο στην απόσπαση του ωαρίου μαζί με τα κοκκώδη κύτταρα, που το περιβάλλουν, από την υπόλοιπη μάζα των κοκκωδών κυττάρων. Η απόσπαση αυτή έχει μεγάλη σημασία καθώς έτσι αναστέλλεται η επίδραση του ανασταλτικού παράγοντα της ωρίμανσης του ωοθυλακίου. Η FSH επίσης συμβάλλει στην δημιουργία ενός παράγοντα που ενεργοποιεί την μετατροπή του πλασμινογόνου σε πλασμίνη, η οποία στην συνέχεια ασκεί πρωτεολυτική δράση στο τοίχωμα του ωοθυλακίου. Τέλος, η σημαντικότερη επίδραση της FSH είναι η δημιουργία αυξημένου αριθμού υποδοχέων LH στα κοκκώδη κύτταρα, που είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία του ωχρού σωματίου.
Τα ωοθυλάκια που έγιναν άτρητα, πριν μετατραπούν σε στρωματικό ιστό, παράγουν ανδρογόνα κάτω από την επίδραση της LH. Η παραγωγή των ανδρογόνων αυξάνει προοδευτικά και στο μέσον του κύκλου εμφανίζει αιχμή. Η αύξηση αυτή της παραγωγής των ανδρογόνων έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς έτσι αφ' ενός μεν εξασφαλίζεται η ατρησία των λιγότερο ωρίμων ωοθυλακίων αφ' ετέρου δε προκαλείται διέγερση της libido και αύξηση της σεξουαλικής δραστηριότητας.
Τέλος, η ωοθυλακιορρηξία σηματοδοτεί την λήξη της πρώτης φάσης του κύκλου και την έναρξη της δεύτερης ή εκκριτικής φάσης.
Ωχρό σωμάτιο
Το ωοθυλάκιο μετά την ωοθυλακιορρηξία μετατρέπεται σε ωχρό σωμάτιο. Αρχικά πληρούται με αίμα και στην συνέχεια με μία λιποειδή κίτρινη ουσία, η οποία καταλαμβάνει το εσωτερικό του.
Κατά την διάρκεια της ωοθυλακικής ανάπτυξης τα κοκκώδη κύτταρα συνθέτουν στεροειδή από την αρωματοποίηση που υφίστανται τα ανδρογόνα, τα οποία παράγονται στα κύτταρα της θήκης, καθώς τα κύτταρα αυτά δεν έχουν την ικανότητα να συνθέσουν χοληστερόλη, η οποία είναι η πρόδρομη ουσία των στεροειδών. Με την ρήξη του ωοθυλακίου τα κοκκώδη κύτταρα αποκτούν την ικανότητα σύνθεσης στεροειδών, χρησιμοποιώντας την χοληστερόλη του πλάσματος. Συγκεκριμένα, μετά την απελευθέρωση του ωαρίου, μεταξύ των κοκκωδών κυττάρων εισχωρούν νεόπλαστα αιμοφόρα αγγεία σχηματίζοντας έτσι ένα πυκνό αγγειακό δίκτυο. Μέσω του δικτύου αυτού προσάγεται η χοληστερόλη, η οποία χρησιμοποιείται στην παραγωγή των οιστρογόνων και της προγεστερόνης από το ωχρό σωμάτιο.
Κατά την ωχρινική φάση το σημαντικότερο γεγονός είναι η αύξηση της έκκρισης προγεστερόνης από τα κύτταρα της έσω θήκης και της ωχρινοτρόπου στοιβάδας. Η τιμή της προγεστερόνης αυξάνει σταδιακά φθάνοντας τα 25 ng/ml περίπου την 22η ημέρα του κύκλου. Η αύξηση αυτή συνοδεύεται από αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος λόγω της κεντρικής δράσης της προγεστερόνης στο θερμορρυθμιστικό κέντρο του εγκεφάλου.
Η προγεστερόνη δρα τοπικά και κεντρικά αναστέλλοντας την παραγωγή άλλων ωοθυλακίων. Εκτός από την δράση της αυτή η προγεστερόνη επιδρά και στα περιφερικά όργανα-στόχος και κυρίως στη μήτρα. Συγκεκριμένα, επιδρά στο ενδομήτριο, προκειμένου να το προετοιμάσει και να το καταστήσει δεκτικό για την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου.
Καθώς η προγεστερόνη αυξάνει, η LH και η FSH του πλάσματος ελαττώνονται. Αν δεν επέλθει γονιμοποίηση, η FSH θα αρχίσει να αυξάνει περίπου δύο ημέρες πριν από την εμφάνιση της επομένης εμμήνου ρύσεως. Η αύξηση της FSH στο τέλος της ωχρινικής φάσης είναι αποτέλεσμα της μειωμένης παραγωγής προγεστερόνης και οιστρογόνων από το εκφυλισμένο ωχρό σωμάτιο.
Η λειτουργική ζωή του ωχρού σωματίου διαρκεί περίπου 14 ημέρες. Μετά το διάστημα αυτό το ωχρό σωμάτιο, εφ' όσον δεν υπάρξει γονιμοποίηση, εκφυλίζεται και αντικαθίσταται από ουλώδη ανάγγειο ιστό, που ονομάζεται λευκό σωμάτιο. Σε ορισμένες περιπτώσεις δυνατόν το ωχρό σωμάτιο να μετατραπεί σε αιμορραγικό ωχρό σωμάτιο. Σε περίπτωση κύησης, το ωχρό σωμάτιο παραμένει βιολογικά ενεργό για περίπου 6-8 εβδομάδες κάτω από την επίδραση της χοριακής Συνθετικής Ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης, που παράγεται από την συγκυτιοτροφοβλάστη του κυήματος. Σε αυτήν την περίπτωση, το ωχρό σωμάτιο ονομάζεται ωχρό σωμάτιο της κύησης και συνεχίζει να παράγει προγεστερόνη. Μετά το χρονικό αυτό διάστημα την υποστήριξη της κύησης αναλαμβάνει ο πλακούντας.
ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΗΝ ΜΗΤΡΑ
Παραγωγική και εκκριτική φάση
Οι στεροειδείς ορμόνες που παράγονται από το ωοθυλάκιο και το ωχρό σωμάτιο εκτός από τις κεντρικές τους δράσεις έχουν και δράση στα περιφερικά όργανα-στόχος και ιδιαίτερα στην μήτρα.
Στην αρχή κάθε κύκλου, κατά την παραγωγική φάση, τα οιστρογόνα που παράγονται από το αναπτυσσόμενο ωοθυλάκιο επιδρούν στην βασική στοιβάδα του ενδομητρίου και προκαλούν την δημιουργία της λειτουργικής στοιβάδας η οποία είχε αποπέσει στην προηγούμενη έμμηνο ρύση. Με τη επίδραση των οιστρογόνων τα διάμεσα κύτταρα της βασικής στοιβάδας του ενδομητρίου αναπαράγονται, ενώ τα επιθηλιακά κύτταρα αναπτύσσονται προκαλώντας τελικά την επιθηλιοποίηση του ενδομητρίου. Με την αυξημένη επίδραση των οιστρογόνων τα κύτταρα του ενδομητρίου πολλαπλασιάζονται ταχέως. Στην φάση αυτή παρατηρείται επίσης αύξηση του τόνου και της συσταλτικότητας του μυομητρίου, ενώ οι μυϊκές ίνες που περιβάλλουν το τραχηλικό στόμιο παρουσιάζουν κάποιο βαθμό χάλασης. Τέλος, κατά την περίοδο αυτή η αύξηση του μεσοκυττάριου υγρού προσδίδει στην μήτρα οιδηματώδη όψη.
Στην εκκριτική φάση, αμέσως μετά την ωορρηξία, παρουσιάζεται αυξημένη εκκριτική δραστηριότητα που οφείλεται στην επίδραση της προγεστερόνης. Οι αδένες επιμηκύνονται και παρουσιάζουν ελικοειδή πορεία, ενώ το καλυπτήριο επιθήλιο καθίσταται υψηλότερο και οι πυρήνες του παρουσιάζουν μετακινήσεις λόγω της εναπόθεσης γλυκογόνου.
Μία εβδομάδα μετά την ωορρηξία το ενδομήτριο φθάνει στο μεγαλύτερο σημείο της ανάπτυξης και της εκκριτικής του δραστηριότητας. Το πάχος του ενδομητρίου στην φάση αυτή είναι περίπου 5-7 mm και η επιφάνεια του παρουσιάζεται ανώμαλη. Οι λείες μυϊκές ίνες του μυομητρίου εμφανίζονται χαλαρές, σε αντίθεση με αυτές του τραχήλου που παραμένουν σε σύσπαση.
Εφ' όσον επιτευχθεί γονιμοποίηση η εξέλιξη του ενδομητρίου εξακολουθεί προκειμένου να μετατραπεί σε φθαρτό. Εάν δεν υπάρξει γονιμοποίηση, αρχίζει η υποστροφή του ενδομητρίου, κατά την οποία το ενδομήτριο χάνει την ορμονική υποστήριξη του και αποπίπτει προκαλώντας την εμφάνιση της εμμήνου ρύσεως.
Τέλος, ιδιαίτερη σημασία εμφανίζει η επίδραση των οιστρογόνων στην τραχηλική βλέννη. Συγκεκριμένα, εκτός από την χάλαση του τραχηλικού στομίου, τα οιστρογόνα προκαλούν αύξηση του ύψους των κυττάρων των ενδοτραχηλικών αδένων και του συνολικού αριθμού των ενδοτραχηλικών κρυπτών. Η τραχηλική βλέννη αυξάνει σε ποσότητα, αποκτά διαύγεια και κρυσταλλώνεται στα χαρακτηριστικά φύλλα πτέρης, επιτρέποντας την δίοδο των σπερματοζωαρίων.
Έμμηνος ρύση
Ως έμμηνος ρύση χαρακτηρίζεται η αιμορραγική φάση των κυκλικών μεταβολών που συμβαίνουν στο ενδομήτριο της γυναίκας από την ήβη μέχρι την εμμηνόπαυση.
Η διάρκεια της εμμήνου ρύσεως για τις περισσότερες γυναίκες είναι περίπου 3-5 ημέρες. Παρ' όλο που υπάρχουν διαφορές μεταξύ των γυναικών όσον αφορά στην συχνότητα εμφάνισης της εμμηνορρυσίας, φαίνεται ότι αυτή είναι σταθερή για την κάθε γυναίκα. Η ποσότητα του εμμηνορρυσιακού υλικού ποικίλει από 50-300 ml και είναι περισσότερη στην δεύτερη ημέρα της εμμηνορρυσίας. Παρ' όλα αυτά η ποσότητα του αίματος που περιέχεται στο εμμηνορρυσιακό υλικό δεν υπερβαίνει τα 30-50 ml.
ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ
Η έναρξη της κύησης προϋποθέτει την γονιμοποίηση και την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου στο κατάλληλα προετοιμασμένο ενδομήτριο. Η γονιμοποίηση του ωαρίου γίνεται στην λήκυθο της σάλπιγγας και προϋποθέτει την είσοδο ενός ωρίμου σπερματοζωαρίου σε ένα ώριμο ωάριο.
Μετανάστευση των σπερματοζωαρίων
Κατά την εκσπερμάτιση το σπέρμα εναποτίθεται στον οπίσθιο κολπικό θόλο.
Το σπερματικό υγρό, το οποίο αμέσως μετά την εκσπερμάτιση είναι παχύρρευστο, κάτω από την επίδραση ενζύμων, που περιέχονται στο προστατικό υγρό, ρευστοποιείται μέσα σε 20-30 min. Παρά το γεγονός ότι τα σπερματοζωάρια προστατεύονται από το αλκαλικό ρΗ του σπέρματος, τα πιο ικανά από αυτά μεταναστεύουν ταχύτατα στον τραχηλικό σωλήνα διαμέσου της φιλικής προωοθυλακιορρηκτικής βλέννης. Στον τραχηλικό σωλήνα και στην συνέχεια στην μήτρα εισέρχονται τα σπερματοζωάρια που αποχωρίζονται από την τραχηλική βλέννη, η οποία περιέχει ουσίες που αναστέλλουν την ενεργοποίηση τους.
Ο μεγαλύτερος αριθμός των σπερματοζωαρίων παραμένει στις ενδοτραχηλικές κρύπτες, οι οποίες λειτουργούν ως παρακαταθήκη των σπερματοζωαρίων. Τα σπερματοζωάρια αυτά τμηματικά κινούνται προς τις σάλπιγγες και εμφανίζουν μεγάλη γομιμοποιητική ικανότητα. Ένας μικρότερος αριθμός διατρέχει ταχύτατα την κοιλότητα της μήτρας και φθάνει σε ελάχιστο χρόνο στις σάλπιγγες. Τα σπερματοζωάρια αυτά εμφανίζουν μικρή γομιμοποιητική ικανότητα.
Είναι γεγονός ότι από τα εκατομμύρια των σπερματοζωαρίων κάθε εκσπερμάτισης, στις σάλπιγγες ανευρίσκεται ένας μικρός αριθμός, περίπου 50-4500. Ελάχιστα μόνο από αυτά θα μπορέσουν να πλησιάσουν το ωάριο, ενώ τελικά μόνο ένα θα επιτύχει τη διείσδυση και την γονιμοποίηση του. Η συντριπτική πλειοψηφία των σπερματοζωαρίων καταστρέφεται στον κόλπο, ένα μικρότερο ποσοστό φαγοκυτταρώνεται κατά την πορεία του στο αναπαραγωγικό σύστημα, ενώ ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό διατρέχει τις σάλπιγγες και ευρίσκεται στην περιτοναϊκή κοιλότητα, όπου τελικά εξουδετερώνεται από τα ενεργοποιημένα φαγοκύτταρα.
Ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων
Τα σπερματοζωάρια για να αποκτήσουν την γομιμοποιητική τους ικανότητα πρέπει να παραμείνουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στο γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων και περιλαμβάνει βιοχημικές και λειτουργικές διαφοροποιήσεις των σπερματοζωαρίων.
Οι διαδικασίες ενεργοποίησης (capacitation) των σπερματοζωαρίων συντελούνται σε όλη την έκταση του γεννητικού συστήματος και θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί με την επαφή του σπερματοζωαρίου με το ωάριο. Στην φάση αυτή πραγματοποιείται και η ακροσωμιακή αντίδραση. Η γονιμοποιητική ικανότητα του σπερματοζωαρίου διαρκεί για ορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο υπολογίζεται ότι είναι 48-72 ώρες.
Η ενεργοποίηση πραγματοποιείται μετά την απομάκρυνση των μακρομοριακών παραγόντων του σπερματικού υγρού που καλύπτουν τα σπερματοζωάρια. Η ακροσωμιακή αντίδραση συνίσταται στην διάλυση των μεμβρανών του ακροσώματος, στην παραγωγή ενζύμων που διευκολύνουν την διείσδυση του σπερματοζωαρίου στο ωάριο (υαλουρονιδάση, διαλυτικό ένζυμο της ακτινωτής στεφάνης, ακροσίνη) και στην αύξηση της κινητικότητας των σπερματοζωαρίων.
Η όλη διαδικασία έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς έτσι τα σπερματοζωάρια αποκτούν την γονιμοποιητική τους ικανότητα ακριβώς την στιγμή που εφάπτονται στην διαυγή ζώνη του ωοκυττάρου. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η κατά λάθος διείσδυση των σπερματοζωαρίων σε άλλα μητρικά κύτταρα.
Μεταφορά των ωοκυττάρων
Το ωάριο αμέσως μετά την ωοθυλακιορρηξία πρέπει να μεταφερθεί, διαμέσου της σάλπιγγας, από την επιφάνεια της ωοθήκης στην θέση εμφύτευσης του στο ενδομήτριο . Ο μηχανισμός της μεταφοράς μπορεί να διακριθεί σε τρία στάδια, στη παραλαβή του ωαρίου από τους κροσσούς της σάλπιγγας, στην ενδοσαλπιγγική του μεταφορά και στην κίνηση του εντός της ενδομήτριας κοιλότητας.
Από την επιφάνεια της ωοθήκης το ωάριο εισέρχεται στην σάλπιγγα. Η παραλαβή του ωαρίου προϋποθέτει την μετακίνηση του κροσσωτού τμήματος της σάλπιγγας στην επιφάνεια της ωοθήκης. Η είσοδος του ωαρίου στον κώδωνα επιτυγχάνεται με τις κινήσεις των κροσσών. Στην όλη διαδικασία πιθανολογείται ότι διαδραματίζει ρόλο και η αρνητική πίεση που υπάρχει στην σάλπιγγα. Σε μερικές περιπτώσεις, όπως π.χ. σε γυναίκες με μία ωοθήκη και ταυτόχρονη ύπαρξη της αντίθετης σάλπιγγας, το κροσσωτό τμήμα της σάλπιγγας μπορεί να αναζητήσει και να συλλέξει το ωάριο από την περιτοναϊκή κοιλότητα.
Η μεταφορά του ωοκυττάρου μέχρι την λήκυθο του ωαγωγού και στην συνέχεια του γονιμοποιημένου ωαρίου, μέσω του ισθμού της σάλπιγγας, επιτυγχάνεται με την βοήθεια των κροσσών των κροσσωτών κυττάρων. Ση μαντική βοήθεια στην μεταφορά αυτή προσφέρουν τα κύτταρα του ωοφόρου δίσκου, που περιβάλλουν το ωοκύτταρο. Παρ' όλα αυτά, η παρουσία γονίμων γυναικών με σύνδρομο ακινησίας των κροσσών (σύνδρομο Kartagener) ενισχύει την άποψη ότι στην μεταφορά του ωοκυττάρου σημαντικό ρόλο παίζουν και οι συσπάσεις του μυϊκού τοιχώματος των σαλπίγγων.
Για την πρόκληση των μυϊκών συσπάσεων των σαλπίγγων ενοχοποιούνται τα ωοθηκικά στεροειδή και οι προσταγλανδίνες. Οιστρογονικοί και προγεστερονικοί υποδοχείς υπάρχουν τόσο στο επιθήλιο όσο και στον μυϊκό χιτώνα της σάλπιγγας, με αποτέλεσμα η δράση των ορμονών αυτών να ασκείται απ' ευθείας στα κύτταρα αυτά. Η ύπαρξη αδρενεργικής νεύρωσης στον ισθμό της σάλπιγγας καθιστά το τμήμα αυτό ιδιαίτερα υποδεκτικό στην επίδραση αδρενεργικών ουσιών. Τέλος, οι προσταγλανδίνες της ομάδας F ασκούν διεγερτική επίδραση στην μυϊκή δραστηριότητα των σαλπίγγων.
Οι μυϊκές συσπάσεις της σάλπιγγας συνδέονται περισσότερο με μία περιοδική, παρά με μία συνεχή, προωθητική κίνηση του ωαρίου. Ο χρόνος παραμονής και μεταφοράς του ωοκυττάρου διαμέσου της σάλπιγγας υπολογίζεται στις 3-4 ημέρες.
Η παραμονή του γονιμοποιημένου ωαρίου στην σάλπιγγα φαίνεται ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πλήρη ανάπτυξη του, καθώς έτσι εξασφαλίζεται η ταυτόχρονη ανάπτυξη του ενδομητρίου και του ωαρίου. Το γονιμοποιημένο ωάριο εισέρχεται στην μήτρα στο στάδιο των 16 κυττάρων και παραμένει αιωρούμενο για μερικές ώρες μέχρι την εμφύτευση του.
Γονιμοποίηση
Κατά την γονιμοποίηση, ο ανδρικός και ο γυναικείος προπυρήνας ενώνονται σε ζυγωτό και αρχίζει η διαδικασία της κυτταρικής διαίρεσης. Η ένωση των δύο προπυρήνων πραγματοποιείται στην λήκυθο της σάλπιγγας και προϋποθέτει ορισμένες διαδικασίες, όπως ελάττωση του αριθμού των χρωματοσωμάτων, ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων και ακροσωμική αντίδραση. Αμέσως μετά την ωοθυλακιορρηξία το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο θα πρέπει να επιτευχθεί γονιμοποίηση είναι περίπου 12-24 ώρες. Για τα σπερματοζωάρια, η γονιμοποιητική τους ικανότητα πιθανόν να διαρκεί 48-72 ώρες, αν και η κινητικότητα τους διατηρείται και μετά το χρονικό αυτό διάστημα.
Το ωοκύτταρο, μετά την ωοθυλακιορρηξία, περιβάλλεται από κύτταρα που αποτελούν τον ωοφόρο δίσκο και ο οποίος διακρίνεται στον ακτινωτό στέφανο και στην διαφανή ζώνη. Από τον ακτινωτό στέφανο μπορούν να διέλθουν μόνο τα σπερματοζωάρια που έχουν ολοκληρώσει την ακροσωμική τους αντίδραση με την βοήθεια ενζύμων που ελευθερώνονται κατά την παραπάνω αντίδραση.
Στην συνέχεια, όσα από τα σπερματοζωάρια μπορέσουν να διαπεράσουν την ακτινωτή στεφάνη, εφάπτονται στην διαφανή ζώνη. Στην διαφανή ζώνη, ένα από τα σπερματοζωάρια, πιθανότατα κατά τυχαίο τρόπο, ενώνεται με αυτήν μέσω των υποδοχέων της ζώνης. Οι υποδοχείς αυτοί είναι αυστηρά εξειδικευμένοι για κάθε είδος θηλαστικού.
Η διάτρηση της διαφανούς ζώνης είναι ταχύτατη και γίνεται με την βοήθεια αφ' ενός μεν των πρωτεολυτικών ενζύμων και κυρίως της ακροσίνης, που ελευθερώνονται κατά την ακροσωμική αντίδραση, αφ' ετέρου δε της υπερκινητικότητας του σπερματοζωαρίου. Ταυτόχρονα με την διάτρηση της διαφανούς ζώνης λαμβάνουν χώρα ορισμένες φλοιϊκές αντιδράσεις της ζώνης, που έχουν ως στόχο να την καταστήσουν αδιαπέραστη στα άλλα σπερματοζωάρια. Έτσι, οι υποδοχείς των σπερματοζωαρίων χάνουν την ευαισθησία τους και ταυτόχρονα προκαλείται μεταβολή στην μοριακή δομή της διαφανούς ζώνης.
Μετά την διάτρηση της διαφανούς ζώνης το σπερματοζωάριο εισέρχεται υπό γωνία και έρχεται σε άμεση επαφή με την μεμβράνη του ωαρίου. Με την βοήθεια ουσιών αρχικά σχηματίζονται χαλαρές συνδέσεις με την μεμβράνη του ωαρίου. Οι συνδέσεις αυτές γίνονται παχύτερες, ισχυρότερες και προκαλούν την διάλυση Γης μεμβράνης και την ενσωμάτωση του σπερματοζωαρίου στο κυτταρόπλασμα του ωαρίου. Η σύνδεση αυτή της μεμβράνης του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου ενεργοποιεί την φλοιϊκή αντίδραση του ωαρίου και το πέρας της μειωτικής διαίρεσης του. Το αποτέλεσμα είναι η αποβολή του πολικού σωματίου και ο σχηματισμός του γυναικείου προπυρήνα (22+Χ). Η σύνδεση χυτή επιτυγχάνεται μόνο όταν το σπερματοζωάριο έχει ολοκληρώσει την ακροσωμιακή αντίδραση και έχει σχηματισθεί ο ανδρικός προπυρήνας. Ακολουθεί η συνένωση των δυο προπυρήνων, όπου τα 23 πατρικά και τα 23 μητρικά χρωματοσώματα χωρίζονται στην μέση και ταυτόχρονα απομακρύνονται προς τους δύο πόλους του ωαρίου. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ο σχηματισμός δύο κυττάρων.
Κατά την πορεία του στην σάλπιγγα, από την θέση γονιμοποίησης στην λήκυθο μέχρι την κοιλότητα της μήτρας, γίνονται αλλεπάλληλες διαιρέσεις του ζυγωτού (στάδιο δύο κυττάρων), με αποτέλεσμα αύξηση του αριθμού των κυττάρων. Αρχικά σχηματίζονται τα βλαστομερίδια και αργότερα με περισσότερες κυτταρικές διαιρέσεις το μορίδιο (στάδιο 16 κυττάρων) .
Το γονιμοποιημένο ωάριο εξελίσσεται στο στάδιο του ζυγωτού σε 30 περίπου ώρες μετά την γονιμοποίηση, ενώ στο στάδιο των τεσσάρων κυττάρων φθάνει περίπου σε 30-40 ώρες. Το στάδιο των 16 κυττάρων συμπίπτει με την είσοδο του μοριδίου στην κοιλότητα της μήτρας, ενώ μετά την πάροδο 4-5 ημερών από την γονιμοποίηση έχει μεταβληθεί σε βλαστοκύστη, έναν κυτταρικό σχηματισμό που αποτελείται από 50-200 κύτταρα.
ΕΜΦΥΤΕΥΣΗ
Ως εμφύτευση ορίζεται η διαδικασία εκείνη κατά την οποία το γονιμοποιημένο ωάριο μετά την είσοδο του στην κοιλότητα της μήτρας έρχεται σε επαφή με το ενδομήτριο και στην συνέχεια σε επαφή με τα αγγεία της μήτρας. Η διαδικασία της εμφύτευσης αρχίζει 2-3 ημέρες μετά την είσοδο του γονιμοποιημένου ωαρίου στην μήτρα, περίπου την 18η-19η ημέρα του κύκλου. Της διαδικασίας αυτής προηγείται η παραγωγή του πρωίμου γονιμοποιητικού παράγοντα, ο οποίος αρχικά παράγεται από την ωοθήκη. Μετά την εμφύτευση, ο παράγοντας αυτός παράγεται από το κύημα. Έχει ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες και παίζει σημαντικό ρόλο στην διαφοροποίηση και στην ανάπτυξη των ενδομητρικών κυττάρων. Συνήθως, η εμφύτευση της βλαστοκύστης γίνεται στο πρόσθιο ή στο οπίσθιο τμήμα του πυθμένα της μήτρας.
Μετά την είσοδο της στην κοιλότητα της μήτρας η βλαστοκύστη παραμένει αιωρούμενη για περίπου 1-2 ημέρες αναμένοντας μηνύματα για την κατάλληλη θέση εμφύτευσης στο ενδομήτριο.
Προϋποθέσεις για την επιτυχή εμφύτευση της βλαστοκύστης είναι ο απόλυτος συγχρονισμός της ανάπτυξης του γονιμοποιημένου ωαρίου και της ανάπτυξης του ενδομητρίου, η αυξημένη αγγειογένεση και αιμάτωση της περιοχής εμφύτευσης, η ελεγχόμενη διείσδυση των κυττάρων της τροφοβλάστης στο ενδοθήλιο του ενδομητρίου καθώς και η ανοσολογική ανοχή στο κατά 50% αλλογενές κύημα.
Οι ιδανικές συνθήκες εμφύτευσης που δημιουργούνται διατηρούνται για ορισμένο χρονικό διάστημα αποτελώντας το λεγόμενο «παράθυρο εμφύτευσης». Κύριο ρόλο σε αυτήν την διεργασία παίζουν τα στεροειδή της ωοθήκης και ιδιαίτερα τα οιστρογόνα με άμεση ή έμμεση, μέσω άλλων ουσιών, δράση.
Βασικό ρόλο παίζουν ακόμη ουσίες, όπως η ισταμίνη και οι προσταγλανδίνες, οι οποίες αυξάνουν την διαπερατότητα των αγγείων με αποτέλεσμα την είσοδο ουσιών που ευνοούν την αγγειογένεση στην περιοχή του ενδομητρίου. Ση-μαντικό ρόλο, επίσης, διαδραματίζουν διάφοροι αυξητικοί παράγοντες, οι οποίοι έχουν θετική επίδραση στον πολλαπλασιασμό και στην διαφοροποίηση των ενδομητρικών κυττάρων. Τέλος, η παρουσία στην περιοχή της εμφύτευσης κυτοκινών και της πλακουντιακής πρωτεΐνης-14 (ΡΡ14) παίζει σημαντικότατο ρόλο στην καταστολή του ανοσολογικού μηχανισμού της μητέρας.